ασφαλής

ασφαλής
(-ούς), -ές (AM ἀσφαλής, -ές)
Ι. 1. αυτός που δεν κινδυνεύει να πέσει, ο στερεός
2. εκείνος που παρέχει ασφάλεια, σιγουριά
3. (για λόγους ή καταστάσεις) αναμφισβήτητος, ακριβής
4. φρ. «εκ του ασφαλούς», «εξ ασφαλούς» — από ασφαλή, σίγουρη θέση, χωρίς να διακινδυνεύσει κανείς
αρχ.-μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀσφαλές
η ασφάλεια, η βεβαιότητα, η ορθότητα
αρχ.
1. έμπιστος, πιστός
2. (για ρήτορα) πειστικός
3. φρ. α) «έν τῷ ἀσφαλεῑ» — με ασφάλεια, με βεβαιότητα
β) «ἀσφαλές ἀγορεύω» — χωρίς δισταγμούς, άνετα
γ) «ἀσφαλές (ἐστι) ποιεῑν τι» — είναι ακίνδυνο να κάνει κάποιος κάτι
II. επίρρ. ασφαλώς (AM ἀσφαλῶς)
με ασφάλεια, χωρίς κίνδυνο
νεοελλ.
βεβαίως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + -σφαλής < σφάλλω. Το ουδ. σφάλος, στο οποίο θα μπορούσε να αναχθεί η λ., είναι αμφίβολο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἀσφαλής — not liable to fall masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ασφαλής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, επίρρ. ώς 1. ασάλευτος, σταθερός, ατράνταχτος, σίγουρος: Η θεμελίωση του κτιρίου δε φαίνεται πολύ ασφαλής. 2. ορθός, ακριβής, βέβαιος, αλάθευτος: Τα συμπεράσματα στα οποία έφθασες δεν μπορούν να θεωρηθούν… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀσφαλῆ — ἀσφαλής not liable to fall neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀσφαλής not liable to fall masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀσφαλής not liable to fall masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσφαλέστερον — ἀσφαλής not liable to fall adverbial comp ἀσφαλής not liable to fall masc acc comp sg ἀσφαλής not liable to fall neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσφαλεστάτων — ἀσφαλής not liable to fall fem gen superl pl ἀσφαλής not liable to fall masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσφαλεστέραις — ἀσφαλής not liable to fall fem dat comp pl ἀσφαλεστέρᾱͅς , ἀσφαλής not liable to fall fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσφαλεστέρων — ἀσφαλής not liable to fall fem gen comp pl ἀσφαλής not liable to fall masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσφαλεστέρως — ἀσφαλής not liable to fall masc acc comp pl (doric) ἀσφαλής not liable to fall comp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσφαλεῖ — ἀσφαλής not liable to fall masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἀσφαλής not liable to fall masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσφαλεῖς — ἀσφαλής not liable to fall masc/fem acc pl ἀσφαλής not liable to fall masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”